Το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο[International Humanitarian Law ( ΔΑΔ ή ΙΗL) και το Δίκαιο Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [International Ηuman Rights Law (ΔΠΑΔή IHRL )], παραδοσιακά αποτελούν δύο διακριτούς κλάδους του Διεθνούς Δικαίου που αναφέρονται στην προστασία του ατόμου, με τον κλάδο του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου να ρυθμίζει τους κανόνες που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή μίας ένοπλης σύρραξης και τη συμπεριφορά Μερών κατά τη διάρκεια αυτής, προστατεύοντας τα πρόσωπα που βρίσκονται υπό την εξουσία ή την κατοχή του αντιπάλου. Από την άλλη μεριά, ο κλάδος του Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζει τη συμπεριφορά οποιασδήποτε εξουσίας έναντι των δικαιωμάτων όλων των υπό την δικαιοδοσία του ατόμων. Έχει επικρατήσει η άποψη, ότι ο όρος «ανθρώπινα δικαιώματα» αφορά τις περιόδους αποκλειστικά της ειρήνης και ο όρος «ανθρωπιστικό δίκαιο» αφορά αποκλειστικά τις περιόδους πολέμου ή ενόπλων συρράξεων.Κατά την άποψη του μεγάλου διεθνολόγου καθηγητή Georg Schwarzenberger, «για να κατανοήσει κανείς το Δίκαιο της Ειρήνης, μέσα σε ένα διεθνές σύστημα πολιτικής ισχύος, είναι απαραίτητο να κατανοήσει το Δίκαιο του Πολέμου», ενώ ο Sir Hersch Lauterpacht, επισημαίνει το εξής: «[…] η ευημερία του κάθε ανθρώπου είναι το πρωταρχικό αντικείμενο όλου του νόμου και ο στόχος των περισσότερων κανόνων πολέμου είναι να μειώσει τα δεινά και την σκληρότητα στις οποίες εκτίθεται το άτομο ως αποτέλεσμα πολέμου […]»
Η πλειοψηφία των κειμένων και των διακηρύξεων με περιεχόμενο σχετικό με τα ανθρώπινα δικαιώματα, έχουν υιοθετηθεί μετά το πέρας κάποιας μεγάλης σύρραξης ή επαναστατικής εξέγερσης.Οι πρώτες συμβάσεις που περιέχουν κανόνες ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμφανίσθηκαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η προστασία των μειονοτήτων αποτελούσε το πρωταρχικό μέλημα των κρατών, τα άτομα υπό την δικαιοδοσία των οποίων βρισκόταν στο έδαφός άλλων κρατών, όπως το δικαίωμα στην ισότητα και την μη διάκριση και το δικαίωμα στην εθνικότητα των ατόμων στα νέα κράτη κ.α.
α. Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
(1) Ιστορική Αναδρομή
Το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προέρχεται από θεωρίες που βασίζονται στην θρησκεία, τη δέσμευση από τον νόμο του θεού και στις θεωρίες περί κοινωνίας και κράτους, που αναπτύχθηκαν από στοχαστές όπως οι John Locke (1632-1704), Thomas Paine (1737-1809) και Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), καθώς και από διάφορα επαναστατικά κινήματα και συνταγματικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα. Επιπροσθέτως, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό δίκαιο, το οποίο καθορίζει ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα, λόγω της ανθρώπινης υπόστασης τους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα ανθρώπινα δικαιώματα παρέμειναν ένα ζήτημα εσωτερικού δικαίου των κρατών, το οποίο ήταν αντικείμενο των αντίστοιχων συνταγμάτων, με υποκείμενα τους πολίτες, χωρίς να υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες ή συμβάσεις.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις γνωστές ακρότητες των Ναζί, τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν μέρος του διεθνούς δικαίου, με την υιοθέτηση του πρώτου σημαντικού κειμένου στο οποίο γίνεται αναφορά στον όρο «Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο είναι η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Universal Declaration of Human Rights) του 1948, όπου γίνεται μία απαρίθμηση αστικών, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων του ατόμου. ενώ εξελίχθηκε περαιτέρω μέσω διεθνών συνθηκών.
(2) Πεδίο Εφαρμογής
Aπό το 1948 έως σήμερα έχουν υπογραφεί πολυάριθμα σύμφωνα και συμβάσεις με αντικείμενο την προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου, τα οποία έχουν καταχωρηθεί στη διεθνή και εσωτερική νομοθεσία, σε συνθήκες, στο εθιμικό διεθνές δίκαιο καθώς και σε άλλες πηγές του Διεθνούς Δικαίου .Τα κυριότερα εξ αυτών είναι τα παρακάτω:
- Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (1948).
- Σύμβαση του 1948 για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας.
- Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ρώμη, 1950).3
- Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
- Η διεθνής σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (1965)
- Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (1966) και το Προαιρετικό Πρωτόκολλό του.
- Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1966 υιοθέτησε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, τα οποία τέθηκαν σε ισχύ το 1976.2
- Η Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων κατά των γυναικών (1979) και το προαιρετικό της πρωτόκολλο.
- Σύμβαση για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών, (1981).
- Η Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλης σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (1984) και το προαιρετικό πρωτόκολλό της.
- Σύμβαση του 1987 κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.
- Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989) και τα τρία Προαιρετικά Πρωτόκολλά της. 6
- Η διεθνής σύμβαση για την προστασία όλων των διακινούμενων εργαζομένων και των μελών των οικογενειών τους (1990).
- Ευρωπαϊκός Χάρτη για των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών, (1992).
- Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, (1993).
- Σύμβαση – Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων,(1993).
- Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (αναθεωρήθηκε το 1996).
- Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (2000).
- Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975), που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε.) – τον μετέπειτα (1995) Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) – στην οποία συμμετείχαν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς.5
- Η διεθνής σύμβαση για την προστασία όλων των ατόμων από την αναγκαστική εξαφάνιση (2006).
- Η Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (2006) και το προαιρετικό της πρωτόκολλο.
- Σύμβαση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων,(2011).
Τα περισσότερα από τα ανωτέρω κείμενα αφορούν την Ευρώπη, ενώ η Αμερική και η Αφρική προχώρησαν με τη σειρά τους στην υπογραφή παρόμοιων συνθήκων. Τα μέλη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ) υιοθέτησαν την Αμερικανική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου το 1948 και την Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το 1969. Η εφαρμογή και των δύο αυτών κειμένων για τα ανθρώπινα δικαιώματα εποπτεύεται από την Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο OAΚ έχει επίσης υιοθετήσει πρόσθετα πρωτόκολλα της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και συνθηκών για συγκεκριμένα θέματα προς ενίσχυση της περιφερειακής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Διάσκεψη Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας (ΟΑΕ) υιοθέτησε ομόφωνα τον Αφρικανικό Χάρτη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών (27 Ιουνίου 1981) που τέθηκε σε ισχύ στις 21 Οκτωβρίου 1986 και σήμερα έχουν επικυρώσει 54 χώρες.O Xάρτης αναγνωρίζει μεν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου βασίζονται στην ίδια την ιδιότητα του ανθρώπινου όντος, γεγονός που δικαιολογεί την εθνική και διεθνή προστασία τους, ορίζει δε ότι η πραγματικότητα και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των λαών θα πρέπει απαραίτητα να εγγυώνται τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Η Αφρικανική Ένωση (ΑΕ) ενέκρινε ένα πρόσθετο πρωτόκολλο στον Αφρικανικό Χάρτη για την ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών και μια πρόσθετη συνθήκη για τα δικαιώματα των παιδιών. Το 2005, η ΑΕ ίδρυσε το Αφρικανικό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων και των Λαών, ενώ στις 23 Μαΐου 2004, παρουσιάσθηκε και να υιοθετήθηκε μια αναθεωρημένη εκδοχή του Αραβικού Χάρτη στη Σύνοδο της Τυνησίας. Ο νέος Χάρτης περιέχει 53 άρθρα που διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: Η πρώτη αφορά στα ατομικά δικαιώματα, η δεύτερη στη δικαιοσύνη και την ισότητα απέναντι στο νόμο, η τρίτη αφορά σε πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, η τέταρτη αφορά σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα. Ωστόσο εξακολουθούσε να μην υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός για τη συμμόρφωση των κρατών ενώ δενεγκαθιδρύθηκε και ένα Αραβικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
β. Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (ΔΑΔ)
(1) Ιστορική Αναδρομή
(α) Η «γέννηση» του Δίκαιου του Πολέμου
Οι ρίζες του Δικαίου του Πολέμου ανιχνεύονται ήδη στην αρχαιότητα. Την εποχή του βασιλιά της Βαβυλωνίας Hammurabi συντάχθηκε ο «Κώδικας του Χαμουραμπί», ενώ στην αρχαία Αίγυπτο , συντάχθηκαν οι «Επτά Μελέτες Αληθινής Ευσπλαχνίας».Στην αρχαία Ελλάδα οι Θουκυδίδης και ο Ευριπίδης αναφέρονται σε κανόνες «δεοντολογικής συμπεριφοράς» μεταξύ των πολεμιστών οι οποίοι εφαρμόζονταν στη διάρκεια μιας μάχης. Πλέον τούτου, η προστασία των θυμάτων πολέμου και ο σεβασμός της ζωής και της αξιοπρέπειας των εχθρών αποτέλεσαν κυρίαρχες αρχές της κατακτητικής πολιτικής του Μέγα Αλέξανδρου.
Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αναπτύχθηκε η θεωρία της «justa causa», μια πρώτη προσέγγιση στο δόγμα του «Δίκαιου του Πολέμου», η οποία επέβαλε την ανάγκη δημιουργίας κανόνων συμπεριφοράς των εμπολέμων.
Η έννοια του Ανθρωπιστικού Δικαίου καταγράφεται εξίσου στη θρησκευτική φιλοσοφία. Στην Ινδία αναπτύχθηκε ο κώδικας Manu, και στη Κίνα η μελέτη με τίτλο «Η Τέχνη του Πολέμου» του στρατηγού Sun Tzu, ενώ η Χριστιανική θρησκεία και το Ισλάμ περιλαμβάνουν θεμελιώδεις κανόνες και γενικές αρχές, προτροπές και εντολές για τον τρόπο συμπεριφοράς απέναντί στο αντίπαλο εμπόλεμο (ανθρωπιστικές αρχές και προστασία των αμάχων και μαχητών και η απαγόρευση του βασανισμού και της θανάτωσης των αντιπάλων), που δεν απέχουν πολύ από τις πολύ αργότερα κωδικοποιημένες αρχές, των Δικαίων της Χάγης και της Γενεύης.
Λίγο μετά την Μεταρρύθμιση ο Hugo Grotius , που δικαίως θεωρείται πατέρας του Διεθνούς Δικαίου, αντιμετώπισε την έννοια του πολέμου υπό άλλη οπτική γωνία. Στο έργο του «De jure ac pacis» (1625), υποστήριξε για πρώτη φορά ότι «επιτρεπόμενη χρήση βίας είναι εκείνη που απαιτείται για την επίτευξη της νίκης μόνο όταν αποβλέπει σε καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ δεν είναι επιτρεπόμενη εκείνη επεκτείνεται στον άμαχο πληθυσμό». Επίσης, σε άλλα σημεία, διατυπώνονται σκέψεις και παραινέσεις που αφορούν στη συμπεριφορά των εμπολέμων.
Η εμφάνιση του «ανθρωπιστικού κινήματος» έγινε τον 18ο αιώνα και την εποχή του Διαφωτισμού. Το 1772 ο Jean-Jacques Rousseau, ήταν ο πρώτος που υποστήριξε τη βασική αρχή του σύγχρονου πολέμου, τον περιορισμό δηλαδή των εμπολέμων στην απολύτως αναγκαία χρήση βίας. Το έργο του με τίτλο, Κοινωνικό Συμβόλαιο, χάραξε την πορεία του Ανθρωπιστικού Δικαίου, δίνοντας μια νέα διάσταση στη φύση του πολέμου με γνώμονα μόνο το δικαίωμα της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπεια. Επιγραμματικά αναφέρεται το εξής απόσπασμα: «Ο πόλεμος είναι μια σχέση, όχι μεταξύ ανθρώπων, αλλά μεταξύ κρατών και τα άτομα είναι εχθροί ευκαιριακά μόνον, όχι ως άνθρωποι, ούτε ως πολίτες, αλλά ως στρατιώτες. Όχι ως μέλη ενός κράτους, αλλά ως υπερασπιστές του. Εφόσον ο στόχος του πολέμου είναι η υποταγή του εχθρικού κράτους, η μια πλευρά έχει το δικαίωμα να σκοτώνει τους αμυνόμενους αντιπάλους όσο διάστημα κρατάνε όπλα. Από τη στιγμή όμως που θα παραδοθούν και θα αφήσουν τα όπλα τους, παύουν να είναι είναι εχθροί και ξαναγίνονται απλοί άνθρωποι, τις ζωές των οποίων κανείς δεν έχει δικαίωμα να αφαιρέσει. Αρκετές εκ των απόψεων του Rousseau, αποτέλεσαν μέρος των βασικών αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και περιλήφθηκαν στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Η κυριότερη πολεμική αναμέτρηση που επηρέασε το καθεστώς προστασίας των αμάχων την περίοδο που εξετάζουμε ήταν ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Ο καθηγητής Francis Lieber, κατόπιν αιτήματος του Αμερικανού προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, συνέγραψε το 1863 έναν κώδικα 157 άρθρων σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Για πρώτη φορά έχουμε τη δημιουργία ενός γραπτού κειμένου με δεσμευτικό χαρακτήρα, του Κώδικα Lieber όπως επικράτησε να λέγεται.Η μεγαλύτερη συνεισφορά του κώδικα υπήρξε ο καθορισμός της στρατιωτικής αναγκαιότητας, ως περιοριστικό μέτρο της βίας σε περίπτωση απουσίας άλλου κανόνα. Οι αρχές του Κώδικά Lieber σύντομα υιοθετήθηκαν και από τις Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, που με τη σειρά τους επεδίωξαν να τυποποιήσουν τους κανόνες διεξαγωγής των πολεμικών αναμετρήσεων.
Μεμονωμένες προσπάθειες περιορισμού των δεινών, που προκαλεί ένας μη ελεγχόμενος πόλεμος, έκαναν την εμφάνιση τους περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Ένας τέτοιος πόλεμος ήταν ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853 – 1856), η σκληρότητα του οποίου ανάγκασε την Αγγλία και την Ρωσία να δημιουργήσουν στρατιωτικές υγειονομικές μονάδες.Το σημαντικότερο όμως γεγονός για τη δημιουργία του σημερινού Δικαίου των Ενόπλων Συρράξεων, αποτέλεσε η προσπάθεια του Ελβετού τραπεζίτη και ανθρωπιστή Ερρίκου Ντυνάν (Henry Dunant).
Ο Ντυνάν βρέθηκε τυχαία στο πεδίο της μάχης του Solferino, – η Castiglione delle Stiviere, είναι μια μικρή πόλη στη Λομβαρδία της Ιταλίας – η οποία διεξήχθη στις 24 Ιουνίου 1859, μεταξύ Γαλλo – Iταλικών και Αυστριακών Eνόπλων Δυνάμεων στο πλαίσιο του Δεύτερου Πολέμου της Ιταλικής Ανεξαρτησίας και ήταν η πιο αιματηρή που γνώρισε η Ευρώπη μετά τη μάχη του Βατερλό. Στη μάχη αυτή, 37.000 στρατιώτες (20.000 Αυστριακοί και 17.000 Γάλλοι) έχασαν τη ζωή τους και ένα ποσοστό 60% τραυματιών πέθαναν επειδή δεν υπήρχε η κατάλληλη ιατρική βοήθεια στο πεδίο της μάχης. Στο έργο του με τίτλο «Μια ανάμνησις από το Σολφερίνο», περιγράφει τη φρίκη και την απογοήτευση τα οποία ένιωσε, βλέποντας τους τραυματίες εγκαταλελειμμένους να πεθαίνουν χωρίς βοήθεια, ενώ θα μπορούσαν να σωθούν. Έτσι, οργάνωσε με κάθε πρόσφορο μέσο ένα εθελοντικό σώμα πρώτων βοηθειών, σε μια προσπάθεια να μετριάσει τον πόνο και τη δυστυχία χωρίς όμως να πετύχει σημαντικά αποτελέσματα. Στο βιβλίο που συνέγραψε και συγκίνησε την παγκόσμια κοινή γνώμη, πρότεινε να δημιουργηθεί σε κάθε κράτος ένα εθελοντικό σώμα που να συνοδεύει τις ιατρικές μονάδες των ενόπλων δυνάμεων καθώς και τη σύγκλιση ενός διεθνούς συνεδρίου με σκοπό τη σύναψη μίας διεθνούς συνθήκης που θα προέβλεπε την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών στο πεδίο της μάχης και την ίδρυση, σε καιρό ειρήνης, εθνικών συλλόγων εθελοντών. Ο Gustave Moynier, πρόεδρος της «Δημόσιας Kοινωνικής Πρόνοιας της Γενεύης» ωθούμενος από τις εν λόγω σκέψεις ήταν εκείνος που οργάνωσε την 1η ομάδα μελέτης η οποία μαζί με τον Ντυνάν υιοθετώντας, την πρώτη πρόταση , ίδρυσαν τη Διεθνή Επιτροπή για βοήθεια στους τραυματίες, η οποία αποτελεί σήμερα τη Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ). Η δεύτερη πρόταση οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης της Γενεύης του 1864. Το 1863 συνεκλήθη στη Γενεύη διεθνής διάσκεψη για τη σύναψη διεθνούς σύμβασης για την περίθαλψη τραυματιών, ενώ με τη βοήθεια της ελβετικής κυβέρνησης ένα χρόνο μετά υιοθετήθηκε η «Σύμβαση της Γενεύης για την βελτίωση των συνθηκών των τραυματιών και των ασθενών των εν εκστρατεία ενόπλων δυνάμεων». Η Σύμβαση αυτή αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο του ΔΑΔ και κινητοποίησε τα κράτη για τη μετέπειτα σύναψη σειράς συμφωνιών με τις οποίες ρυθμίζονται τα θέματα διεξαγωγής των ενόπλων συρράξεων.
Ακολούθησαν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και πριν φτάσουμε στις Διασκέψεις της Χάγης δυο σημαντικές Διακηρύξεις, της Αγίας Πετρούπολης (1868) και των Βρυξελλών(1874), οι οποίες συνέβαλλαν σημαντικά στην τελική διαμόρφωση του ΔΕΣ.
(β) Η εξέλιξη του ΔΑΔ
Εμφανιζόμενο με τη μορφή της πρώτης Σύμβασης της Γενεύης το 1864, το σύγχρονο ανθρωπιστικό δίκαιο έχει εξελιχθεί αρκετά, ως αποτέλεσμα της ολοένα αυξανόμενης ανάγκης για ανθρωπιστική βοήθεια λόγων των ραγδαίων εξελίξεων στην κατασκευή των όπλων και των νέων τύπων συρράξεων.Η συνθήκη του 1864 αναθεωρήθηκε το 1906 και ξανά το 1929 και εντέλει το 1949. Έτσι, σήμερα θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε το ΔΑΔ ότι αποτελείται από δυο κλάδους. Πρώτον, από το Δίκαιο της Γενεύης, το οποίο παρέχει προστασία στα μέλη των Ενόπλων δυνάμεων που δεν λαμβάνουν πλέον μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις καθώς και προστατευτικές διατάξεις για τα θύματα των ενόπλων συρράξεων και τους αμάχους. Δεύτερον, από το Δίκαιο της Χάγης το οποίο ρυθμίζει τα μέσα και τις μεθόδους διεξαγωγής των ενόπλων συγκρούσεων και ορίζει επακριβώς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Μερών κατά τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τους κανόνες για τα μέσα διεξαγωγής της μάχης, την κατοχή και την ουδετερότητα. Τέλος, η υιοθέτηση των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων του 1977 ήρθε να καλύψει τα κενά σημεία μεταξύ των δύο πεδίων υιοθετώντας το επονομαζόμενο «Μεικτό Δίκαιο (Mixed)».
(γ) Η ρήτρα Martens
Θα ήταν σημαντική παράλειψη να μην αναφερθούμε σε μία ειδική ρήτρα η οποία έχει συμπεριληφθεί σε κείμενα διεθνών διασκέψεων, σε στρατιωτικά εγχειρίδια ενώ έχει χρησιμοποιηθεί ως αντικείμενο πολλών ερμηνευτικών προσεγγίσεων ιδίως από διεθνή δικαστήρια και ως ένα αντικειμενικό κριτήριο που πηγάζει από τις «επιταγές της δημόσιας συνείδησης». Πρόκειται για την ρήτρα Martens,κατά την οποία «στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το Πρωτόκολλο ή άλλες διεθνείς συμφωνίες, άμαχοι και μαχητές παραμένουν υπό την προστασία κι εξουσία των αρχών του διεθνούς δικαίου, που απορρέουν από καθιερωμένο έθιμο, τις αρχές της ανθρωπότητας και τις επιταγές της δημόσιας συνείδησης».H εισαγωγή της ρήτρας «Μartens» στο προοίμιο των συμβάσεων της Χάγης του 1899 και 1907 υιοθετήθηκε ομόφωνα με σεβασμό στους νόμους και τα έθιμα του κατά ξηρά πολέμου, διότι οι διεθνείς συνδιασκέψεις είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι συμβάσεις άφηναν μεγάλο αριθμό αναπάντητων ερωτημάτων, για τα οποία η ρήτρα «Μartens» θα ήταν ο εθιμικός εκείνος κανόνας, που θα συμπλήρωνε τα νομικά κενά, ισχυροποιώντας έτσι τους νομικούς κανόνες ως «jus cogens».
(2) Πεδίο Εφαρμογής
Στο ΔΑΔ η έννοια του κράτους τοποθετείται στο κέντρο, καθόσον οι περισσότεροι κανόνες προστασίας αφορούν υποχρεώσεις των κρατών, στις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Το ΔΑΔ στη σημερινή του μορφή αποτελεί ένα σύνολο κανόνων και αρχών του συμβατικού και του εθιμικού δικαίου, το οποίο αποσκοπεί στην προστασία των προσώπων στη διάρκεια μιας ένοπλης σύρραξής και οι κανόνες διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επίσης , αναφέρεται στα εγκλήματα πολέμου αλλά και στις υποχρεώσεις των κρατών σχετικά με τη προσαγωγή των ενόχων για εγκλήματα πολέμου ενώπιον της δικαιοσύνης, εθνικής ή διεθνούς δικαιοδοσίας (Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο).Ισχύει σε κάθε ένοπλη σύγκρουση, είτε είναι διεθνής και αφορά διακρατικές συγκρούσεις, είτε πρόκειται για εμφύλια σύρραξη, όπως επίσης και σε περίπτωση στρατιωτικής κατοχής, ενώ δεν καλύπτει τις εσωτερικές εντάσεις, διαταραχές ή μεμονωμένες πράξεις βίας. Το γνώρισμα που διακρίνει το Δίκαιο, δηλαδή η «διεθνής» φύση του, δεν καθιστά αυτόματα κάθε κράτος και υπόχρεο να τηρεί τις διατάξεις του, εφόσον δεν το έχει αποδεχθεί. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά, ποιες διατάξεις του ΔΕΣ τυγχάνουν εφαρμογής σε μια σύγκρουση και αν πράγματι δεσμεύονται τα εμπλεκόμενα Κράτη ή Μέρη. Αυτό αποτελεί και μια μεγάλη πρόκληση για τη Διεθνή Κοινότητα, το πως δηλαδή θα «επιβληθεί» ο σεβασμός των διατάξεων του ΔΕΣ, όταν η εφαρμογή του εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από την βούληση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού προσδιόρισε το Ανθρωπιστικό Δίκαιο ως: «Διεθνείς κανόνες, θεσπισμένοι από Συμβάσεις ή Έθιμο, οι οποίοι έχουν ως ειδικό σκοπό την επίλυση ανθρωπιστικών προβλημάτων που αναδύονται από τις διεθνείς και μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις και οι οποίοι, για λόγους ανθρωπιστικούς, περιορίζουν τα δικαιώματα των μερών της σύρραξης να χρησιμοποιούν πολεμικές μεθόδους και μέσα της επιλογής τους ή προστατεύουν τα άτομα και τις περιουσίες, που μπορεί να προσβληθούν από τη σύρραξη».
Στην εφαρμογή των διατάξεων, ουσιώδη ρόλο παίζει ένας σημαντικός αριθμός ανθρωπιστικών δρώντων, που συγκροτούν τον λεγόμενο ανθρωπιστικό χώρο. Ο πιο σημαντικός φορέας εντός αυτού του χώρου, είναι η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου (προστέθηκε και ο Ερυθρός Κρύσταλλος από το 2006). Όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί τον θεματοφύλακα του ΔΑΔ και ακολουθώντας παραδοσιακά τις αρχές της ουδετερότητας, της αμεροληψίας και της πίστης στην ανθρωπιστική ιδέα, παραμένει ο μοναδικός ανθρωπιστικός δρών, που συνήθως γίνεται αποδεκτός σε συρράξεις με την κοινή συναίνεση των μερών της σύγκρουσης. Άλλοι δρώντες είναι οι μεγάλες μη κυβερνητικές οργανώσεις που έχουν αναπτύξει διεθνή δίκτυα, το σύστημα των οργανισμών και υπηρεσιών των Ηνωμένων Εθνών, που προσπαθούν να συντονίσουν την ανθρωπιστική προσπάθεια και ακόμη περιφερειακοί οργανισμοί, που προσπαθούν να εφαρμόσουν τις δικές τους πολιτικές μέσα σε έναν χώρο με διευρυμένο πεδίο δράσης και διλήμματα για τους συμμετέχοντες.
(3) Βασικές αρχές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου
Mε το πέρασμα του χρόνου, ορισμένες εθιμικές αρχές που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του ΔΑΔ, έχουν αποκρυσταλλωθεί με το χρόνο, θεωρούνται θεμελιώδους χαρακτήρα και συγκροτούν τη κύρια υποδομή του. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι οι κάτωθι:
- Η αρχή της διάκρισης μεταξύ μαχητών και αμάχων (Principle of distinction).
- Η αρχή του ανθρωπισμού (Principle of humanity).
- Η αρχή της στρατιωτικής αναγκαιότητας (Principle of military necessity).
- Η αρχή της αναλογικότητας (Principle of proportionality).
(4) Διάκριση του Δικαίου του Πολέμου/jus in bello από το Δίκαιο Προσφυγής στη Βία /jus ad bellum
Το Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων είναι τμήμα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου με κοινή αφετηρία και ιστορία. Μπορεί να σχετίζεται με το δίκαιο χρήσης βίας αλλά ταυτόχρονα διακρίνεται από αυτό. Είναι απολύτως απαραίτητο για τον καταλογισμό ατομικής ποινικής ευθύνης και εξετάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις ευθύνης κρατών και διεθνών οργανισμών.Το ΔΕΣ απευθύνεται στις επιπτώσεις του πολέμου και ρυθμίζει ζητήματα ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος, αφού η χρήση βίας έχει ήδη εκδηλωθεί. Δεν αναφέρεται στους λόγους ή τη νομιμότητα της ίδιας της προσφυγής στη βία. Πρόκειται δηλαδή για αυτό που ονομάζουμε jus in bello (το δίκαιο πολέμου ή δίκαιο κατά τον πόλεμο). Αν και διαφορετικό, σε κάθε περίπτωση σχετίζεται άμεσα με το jus ad bellum δηλαδή, το δικαίωμα προσφυγής στον πόλεμο.
To jus ad Bellum σχετίζεται με τη προσφυγή σε ένοπλη βία και συγκεκριμένα με το σύνολο των κριτηρίων που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να επιτραπεί σε ένα κράτος να ξεκινήσει έναν «νόμιμο πόλεμο». Αποτελείται από τις εξής διατάξεις:
- Από το Σύμφωνο Kellog – Briand ή αλλιώς Σύμφωνο των Παρισίων του 1928, το οποίο καταδικάζει ολοκληρωτικά τον πόλεμο. Επικυρώθηκε από 64 χώρες και εξακολουθεί να ισχύει σήμερα, παραμένοντας στο επίκεντρο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
- Από το Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1945) ο οποίος στη παράγραφο 4 του άρθρου 2 αναφέρει το εξής: «όλα τα μέλη θα απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους».
- Από τις αποφάσεις – διακηρύξεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, οι οποίες αποτελούν απόδειξη εθιμικού δικαίου.
- Από τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και των δικαστηρίων της Νυρεμβέργης, του Τόκυο, σε υποθέσεις που έχουν σχέση με ένοπλες συγκρούσεις (ad hoc δικαστήρια).
Από την άλλη το jus in Bello αφορά τους κανόνες που απαιτείται να εφαρμόζονται αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, με σκοπό το περιορισμό της χρήσης βίας και διαρκεί μέχρι την οριστική αποκατάσταση της ειρήνης. Συγκροτείται από ένα πλέγμα 26 Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων, μεταξύ των οποίων οι συμβάσεις της Χάγης των ετών 1899, 1907 και 1923 καθώς και της Γενεύης 1949 μαζί με τα δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα του 1977.
Οι Συμβάσεις της Χάγης των ως γνωστόν , βασίζονται στην αρχή της διάκρισης μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και προσώπων που δεν λαμβάνουν μέρος στις εχθροπραξίες, ενώ σχετικά με τα μέσα διεξαγωγής του πολέμου κυριαρχεί ο εξής κανόνας: «Το δικαίωμα των εμπολέμων να χρησιμοποιούν μέσα προς βλάβη του εχθρού δεν είναι απεριόριστο» όπως και επίσης και ότι απαγορεύεται η «χρησιμοποίηση όπλων βλημάτων ή υλών που μπορούν να προκαλέσουν περιττές σωματικές βλάβες».
Η διάκριση των δύο κλάδων δικαίου έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς όταν παραβιάζεται το jus contra bellum, τότε εφαρμόζεται το jus in bello. Eπιβάλλεται από ανθρωπιστικούς λόγους καθώς τα θύματα πολέμου χρειάζονται την ίδια προστασία συνεχώς. Επιπροσθέτως, οι κανόνες του ΔΕΣ κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου και να είναι οι ίδιοι για τα προστατευόμενα πρόσωπα για το σύνολο των Μερών που μετέχουν σε μία. Τέλος, στο προοίμιο του ΠΙ ’77, διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται χωρίς διάκριση η οποία μπορεί να είναι βασισμένη στη νομιμότητα προσφυγής σε ένοπλη βία.
Πηγή: https://link.armylib.gr/7g